-
1 ἐτήτυμος
A true, οὐκ ἔσθ' ὅδε μῦθος ἐ. Od.23.62;ἐ. ἄγγελος ἐλθών Il.22.438
;ἐτήτυμα μυθησαίμην Hes.Op.10
; τοῦτ' ἀγόρευσον ἐτήτυμον tell me this true, Od.1.174; τοῦτ' ἐ.; c. inf., is this true, that.. ? A.Pers. 737 (troch.);εἰ λέγεις ἐτήτυμα S.Ph. 1290
; τὸ δ' ἐ. but the truth is.., Ar. Pax 119.3 genuine, real, κείνῳ δ' οὐκέτι νόστος ἐ. for him there remains no true, real return, Od.3.241; ἀλάθεια, κλέος, Pi.O.10(11).54, N.7.63;ἐ. Διὸς κόρα A.Ch. 948
;παῖς ἐ. γεγώς S.Tr. 1064
;χρυσός Theoc.12.37
: in late Prose, Them. Or.22.279d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐτήτυμος
См. также в других словарях:
ετήτυμος — ἐτήτυμος, ον (εκτεταμένος ποιητ. τ. τού έτυμος) (Α) 1. αληθής, ακριβής («οὐκ ἔσθ ὅδε μῡθος ἐτήτυμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσωπα) αληθής, αψευδής, φιλαλήθης («οὐ ψευδόμαντις... ἀλλ ἐτήτυμος», Ευρ.) 3. πραγματικός, γνήσιος («ἐτήτυμος χρυσός»,… … Dictionary of Greek